- μαθητεύω
- (AM μαθητεύω, Μ και μαθητεύγω) [μαθητής]1. διδάσκομαι από κάποιον, είμαι μαθητής, σπουδάζω2. μεταδίδω γνώσεις, διδάσκω, εκπαιδεύω («πορευθέντες οὖν μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη», ΚΔ)νεοελλ.(η μτχ. μέσ. ενεστ. ως επίθ.) μαθητευόμενος, -η, -οα) αυτός που μαθαίνει μια τέχνη ή ένα επάγγελμαβ) αυτός που δεν έχει αποκτήσει ακόμη την απαιτούμενη πείρα, αρχάριοςγ) ναυτ. (στο παρελθόν) νεοσύλλεκτοςνεοελλ.-μσν.γίνομαι γνωστός, διαδίδομαιμσν.μέσ. μαθητεύομαιαντιλαμβάνομαι, εννοώ, καταλαβαίνω.
Dictionary of Greek. 2013.